- υπερκομίζω
- Α(συν. παθ.) ὑπερκομίζομαιμεταφέρομαι απέναντι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκομισθέντα — ὑπερκομίζω carry over aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑπερκομίζω carry over aor part pass masc acc sg ὑπερκομίζω carry over aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑπερκομίζω carry over aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek